επισπονδορχηστής

επισπονδορχηστής
ἐπισπονδορχηστής, ὁ (Α)
μέλος τής ομάδας χορευτών που τελούσαν εορταστικούς χορούς κατά τις σπονδές στην Ολυμπία προς τιμή τού Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-σπονδή «ανανέωση συνθηκών» (< επι-σπένδομαι + ορχηστής «χορευτής» (< ορχούμαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”